- καματηρός
- -ή, -ὁ (Α καματηρός, -ά, -όν)αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.)αρχ.1. καταπονημένος, τσακισμένος απ' την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.)2. ο εργαζόμενος σε κοπιαστική εργασία, καματερός3. νοσηρός («καματηρά σώματα», Διον.Αλ.).επίρρ...καματηρώς (Α)με κάματο, με κόπο, επίπονα, κοπιαστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, νοσ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.